Τον μήνα που μας πέρασε είχα την τιμή και την χαρά να βρεθώ στην αγαπημένη μου Μακεδονία και Θράκη για την παρουσίαση της επανέκδοσης της διδακτορικής μου διατριβής με τίτλο: «Αντάρτες και Καπετάνιοι, η Εθνική Αντίσταση στην βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, 1942-1944». Το γεγονός ότι και στις δύο εκδηλώσεις το κοινό παρέμεινε αρκετή ώρα μετά το πέρας των εισηγήσεων για να παρακολουθήσει και να συμμετάσχει με ζωηρό ενδιαφέρον στη συζήτηση δείχνει ότι τα θέματα αυτά έχουν ακόμη ενδιαφέρον και για το σήμερα.

Είναι γεγονός ότι η Εθνική Αντίσταση ως φαινόμενο έχει τα τελευταία χρόνια τεθεί στο περιθώριο του ενδιαφέροντος της επιστημονικής έρευνας αλλά και της δημόσιας συζήτησης καθώς η πλειοψηφία των ερευνητών έχει στραφεί στην μελέτη του Εμφυλίου Πολέμου, ένα γεγονός όμως που πέρα από το επιστημονικό του ενδιαφέρον μοιάζει σαν να μεταφέρεται ακόμη και με την συνθηματολογία της εποχής και στην σημερινή πολιτική αντιπαράθεση.

Για όσους από μας ωστόσο θεωρούμε ότι η αντίθεση αριστεράς – δεξιάς είναι πλέον ξεπερασμένη καθώς δεν αντανακλά υπαρκτές ταξικές και κοινωνικές αντιθέσεις, ούτε ισχύουν πλέον οι διακρίσεις του μετεμφυλιακού κράτους σε βάρος του κόσμου της αριστεράς, η επαναφορά στην επικαιρότητα της συζήτησης και της ανάδειξης της Εθνικής Αντίστασης έχει ιδιαίτερη σημασία.

Ειδικότερα η αντίσταση στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές της χώρας, που περιελάμβαναν το μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, αφορούσε ουσιαστικά την υπεράσπιση της ελληνικότητας των περιοχών αυτών και της ακεραιότητας της χώρας. Γι’ αυτόν τον λόγο και οι εμφύλιες συγκρούσεις στην διάρκεια της Κατοχής και το φαινόμενο του δωσιλογισμού ήταν μάλλον περιορισμένα. Όσον αφορά την αντίσταση αυτή διεξαγόταν κάτω από ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες και υπό τον ασφυκτικό έλεγχο και την άγρια καταστολή των αρχών κατοχής. Το τίμημα σε αίμα αθώων πολιτών, σε δηώσεις, καταστροφές, ακόμη και σε ομηρία κατοίκων που αναγκάστηκαν να στρατευτούν ως στρατιώτες αγγαρείας ή να υποστούν ομαδική μετεγκατάσταση στην Βουλγαρία ήταν τεράστιο και το ερώτημα για την αναγκαιότητα της αντιστασιακής δράσης αμείλικτο. Αυτή η επίμονη, συνεχής και πεισματώδης αντίσταση ωστόσο ήταν που κατέστησε τις ελληνικές αυτές περιοχές αφιλόξενες για τον κατακτητή και για τα σχέδιά του να τις εποικίσει με βουλγαρικούς πληθυσμούς προκειμένου να ανατρέψει τα συντριπτικά πληθυσμιακά δεδομένα υπέρ του ελληνικού στοιχείου. Αυτή θεωρώ πως ήταν και η μεγάλη προσφορά της Εθνικής Αντίστασης αλλά και των θυσιών των κατοίκων στις βουλγαροκρατούμενες περιοχές.

Ωστόσο, το βιβλίο αποτελεί κι ένα δοκίμιο για τις εξελίξεις τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό συνολικά και που επηρέασαν τον Πόλεμο και την τύχη της Ανατολικής Μακεδονία και της Θράκης μεταπολεμικά. Έτσι μπορεί να θεωρηθεί ένα έργο που αφορά συνολικά το φαινόμενο της Εθνικής Αντίστασης παρά την έμφαση που δίνεται στον τοπικό επίπεδο.

Οφείλω λοιπόν πολλές ευχαριστίες στους διοργανωτές, στους φίλους του Αντιφωνητή στην Κομοτηνή και τον Σύλλογο Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών Δράμας για την άψογη διοργάνωση των εκδηλώσεων αλλά και για την πολύ ζεστή φιλοξενία.

 

Τάσος Χατζηαναστασίου

 

Advertisement